- ενήδομαι
- ἐνήδομαι (Α) [ήδομαι]χαίρω, αισθάνομαι ηδονή και ευχαρίστηση με κάτι («ταῑς θείαις καλλοναῑς ἐνηδόμενος», Μηναία).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ένηδος — ἔνηδος, ον (Μ) ευχάριστος, δροσερός («ἐνήδους βρύσεις ἔχουσιν», Λίβιστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενήδομαι υποχωρητικός ή μεταπλασμένος τ. τού ενήδονος] … Dictionary of Greek
ήδομαι — ἥδομαι, δωρ. τ. ἅδομαι, αιολ. τ. ἄδομαι (Α) 1. (με μτχ.) ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι τέρψη («ἥσθη ἀκούσας» με ευχαρίστηση άκουσε, Ηρόδ.) 2. (με αιτ. και μτχ.) χαίρομαι («ἥσθην πατέρα τὸν ἀμὸν εὐλογοῡντά σε» με χαρά σε άκουσα να… … Dictionary of Greek